- χρεοκοπικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρεοκοπία, πτωχευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρεοκοπικός — ή, ό, Ν βλ. χρεωκοπικός … Dictionary of Greek
χρεωκοπικός — και χρεοκοπικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεωκοπία ή στον χρεωκόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek